αρμαλιά

αρμαλιά
ἁρμαλιά, η (Α)
1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο
2. οι προμήθειες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των δύο τύπων, προσκρούει στη δασύτητα της λ. αρμαλιά. Το πρόσφυμα -μαλ-(παρεκτεταμένη μορφή ενός αρχικού επιθήματος σε μ-είτε < επίθημα *mel-) θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσχετισμό του αρμαλιά με το αρμός, που επίσης σχηματίζεται με πρόσφυμα μ-, αλλά διαφέρει σημασιολογικά. Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, ο τ. αρμαλιά πιθ. < *αρμαρ-ια < (ρίζα) *αρ-(αραρίσκω) + (επίθημα) -μαρ-(--) + (κατάλ.) -ια με παρετυμολογικό συσχετισμό προς το αρ- των άρμα, αρμόττω και ανομοιωτική τροπή του ακολουθούντος -λ- σε -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁρμαλιά — ἁρμαλιά̱ , ἁρμαλιά sustenance allotted fem nom/voc/acc dual ἁρμαλιά̱ , ἁρμαλιά sustenance allotted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμαλία — ἁρμαλίᾱ , ἁρμαλία fem nom/voc/acc dual ἁρμαλίᾱ , ἁρμαλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμαλιάν — ἁρμαλιά̱ν , ἁρμαλιά sustenance allotted fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμαλιάς — ἁρμαλιά̱ς , ἁρμαλιά sustenance allotted fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμαλιᾶς — ἁρμαλιά sustenance allotted fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμαλιῆς — ἁρμαλιά sustenance allotted fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμαλιή — ἁρμαλιά sustenance allotted fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμαλιήν — ἁρμαλιά sustenance allotted fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERA — I. PERA Latine etiam Cornu Byzantii, Graec. Chrysoceras, urbs Thraciae, prope Constantinopol. nunc Galata, versus suburbium, ubi Latini degunt. II. PERA an a τηρεῖν, aut φέρειν, quod servet aut serat; an a περὶ, quod lata sit ac sinuosa; an a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”